- ἐπίπυρον
- ἐπίπυρονhearthneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίπυρον — ἐπίπυρον, τὸ (Α) 1. η εστία τού βωμού πάνω στην οποία θυσίαζαν 2. (επιγρ. και πάπ.) το πύραυνο τού θυμιατηρίου … Dictionary of Greek
ἐπιπύρου — ἐπίπυρον hearth neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπύρῳ — ἐπίπυρον hearth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)